- πλασμοδέσμη
- Μόνιμοι σχηματισμοί από πρωτοπλασματικό υλικό που διαπερνά το τοίχωμα των κυττάρων ενός φυτικού ιστού, φέρνοντας έτσι σε επικοινωνία τα γειτονικά κύτταρα. Στα επιδερμικά κύτταρα, αντίστοιχοι σχηματισμοί προς το περιβάλλον, χαρακτηρίζονται σαν εκτοδέσμες. Στα ζωικά, οι αντίστοιχοι σύνδεσμοι μεταξύ των κυττάρων ενός ιστού χαρακτηρίζονται ως δεσμοσώματα.
* * *η, Ν1. βιολ. κυτταροπλασματική προέκταση που ενώνει τα γειτονικά κύτταρα και επιτρέπει αμοιβαίες ανταλλαγές2. βοτ. στον πληθ. οι πλασμοδέσμεςκυτταροπλασματικές ίνες που διασχίζουν τα κυτταρικά τοιχώματα γειτονικών φυτικών κυττάρων διά μέσου λεπτότατων πόρων συνδέοντας τους πρωτοπλάστες τους.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. plasmodesma < πλάσμα + δεσμός].
Dictionary of Greek. 2013.